Μια φορά κι έναν καιρό...ήταν ένας λύκος του βουνού και του δάσους.
Ελεύθερος έτρεχε στην φύση πότε με την αγέλη πότε μόνος. Απόμακρος πολλές φορές και άλλες κοινωνικός με τα άλλα μέλη της φυλής του. Άγριος στο πνεύμα. Ακόμη κι ο αρχηγός της αγέλης δύσκολα του επέβαλε την κυριαρχία του. Τις νύχτες τους αποχωριζόταν και άραζε μονάχος σε κάποιο ξέφωτο για να κοιτά τον ουρανό και το γλυκό φεγγάρι. Πόσα όνειρα και επιθυμίες άραγε περνούσαν σαν εικόνες μπροστά από τα μάτια της ψυχής του..? Κι έτσι.. με αυτές τις εικόνες τον έπαιρνε ο ύπνος ο σύντομος μέχρι να έρθει το ξημέρωμα που θα επέστρεφε στην αγέλη για να λάβει μέρος στην καθημερινότητα των νόμων της φύσης και των ίδιων.
Κάποια μέρα όμορφη, αγκαλιασμένη από του ήλιου το φως.. Ο λύκος ο ακυβέρνητος βόλταρε μόνος του στο δάσος. Ήρεμος καθώς παρακολουθούσε την ζωή να κυλάει αρμονικά, άκουσε κλάματα μικρού παιδιού.. Έτρεξε προς την πηγή του κλάματος και κρύφτηκε πίσω από τις μεγάλες φυλλωσιές. Κοιτούσε από εκεί το μικρό αγόρι να σπαράζει στο κλάμα. Το περιεργαζόταν από μακριά και δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Να το πλησιάσει...? Κι αν ήταν κάποια παγίδα των ανθρώπων..? Μέσα στις σκέψεις του που ψάχνανε μια τελική απόφαση.. είδε το αγόρι να χάνει τις αισθήσεις του και να σωριάζεται στο χώμα. Οι νόμοι του το έλεγαν ξεκάθαρα... ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ !!!
Για τον λύκο όμως... ήταν ένα μικρό παιδί χαμένο και φοβισμένο στο δάσος. Σίγουρα αν το άφηνε εκεί μονάχο, δεν θα ζούσε περισσότερο από μια μέρα. Όλο και κάποιο άλλο αγρίμι θα το έβρισκε με όχι και τόσο καλές διαθέσεις... Ακόμη κι αν δεν γινόταν τροφή για κάποιο αγρίμι, σίγουρα δεν θα άντεχε στην πείνα και στο κρύο καθώς θα έπεφτε η νύχτα. Το παιδί δεν είχε καμιά ελπίδα.
Ο λύκος έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του και τις επιλογές του. Ο αρχηγός του θα αποδοκίμαζε την οποιαδήποτε βοήθεια προς το παιδί. Κανένα μέλος της αγέλης δεν θα πρόσφερε βοήθεια στο παιδί ακόμη κι αν το ήθελε. Το ένστικτο απέναντι στους ανθρώπους ήταν πάντα τρομακτικό. Όμως.. θυμήθηκε κάποιες ιστορίες που του έλεγε ο θείος του. Για την σωτηρία ενός μικρού κοριτσιού από τον ίδιο όταν ήταν νέος. Και πόσο μεγάλη και ζεστή φιλία είχαν δημιουργήσει οι δύο τους. Άρα ο άνθρωπος και ο λύκος θα μπορούσαν υπό καλές συνθήκες να είναι και φίλοι. Μπροστά του είχε ένα απροστάτευτο παιδί.. Πόσο κακό θα μπορούσε να του κάνει αν του πρόσφερε βοήθεια...? Οι σκέψεις του λύκου έφτασαν στο αποκορύφωμα τους...
Ο λύκος το αποφάσισε...
Πλησίασε αργά-αργά το αναίσθητο αγόρι. Πλησίασε την μύτη του στο πρόσωπο του να πάρει καλύτερα τις μυρωδιές του. Το αγόρι μισάνοιξε τα μάτια.. Ένας κρότος μέσα από έναν θάμνο τάραξε την φύση. Κι ο λύκος άψυχος στο χώμα πέφτει. Το αγόρι χοροπηδά και γελά κι ο κυνηγός μπαμπάς του το καμαρώνει... Έξυπνος ο μπαμπάς... Είχε ακούσει κάποτε από την μητέρα του ότι την είχε σώσει κάποτε ένας λύκος... Αν την έσωσαν εκείνη μια φορά γιατί να μην το κάνουν και με τον γιο του...? Και ορίστε η παγίδα... που θα φέρει λεφτά πολλά από την γούνα και το κρέας του ξεγελασμένου λύκου...
- Υπάρχουν άνθρωποι που θα τρέξουν να βοηθήσουν πριν έρθει η πρώτη σκέψη δισταγμού. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα πέσουν θύματα μιας παγίδας εκμετάλλευσης. Μπορεί να είναι υπερήφανοι, άγριοι στο πνεύμα και με καθαρή δυνατή ψυχή. Όμως αδύναμοι μπροστά στο αδύναμο. Θα απλώσουν το χέρι να βοηθήσουν αμέσως. Κι αυτό το χέρι, δεν θα σκεφτούν ποτέ.. αν είναι ταγμένο να τους ρίξει στον γκρεμό. Αυτό τι πάει να πει...? Πως πρέπει να προσέχουν περισσότερο...? Να περιμένουν να δουν αν το θύμα που ζητάει βοήθεια θα πέσει ή όχι...? Κάνουν αυτό που κάνουν με κάθε κόστος. Κι αυτή είναι η διαφορά τους ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους.
Ελεύθερος έτρεχε στην φύση πότε με την αγέλη πότε μόνος. Απόμακρος πολλές φορές και άλλες κοινωνικός με τα άλλα μέλη της φυλής του. Άγριος στο πνεύμα. Ακόμη κι ο αρχηγός της αγέλης δύσκολα του επέβαλε την κυριαρχία του. Τις νύχτες τους αποχωριζόταν και άραζε μονάχος σε κάποιο ξέφωτο για να κοιτά τον ουρανό και το γλυκό φεγγάρι. Πόσα όνειρα και επιθυμίες άραγε περνούσαν σαν εικόνες μπροστά από τα μάτια της ψυχής του..? Κι έτσι.. με αυτές τις εικόνες τον έπαιρνε ο ύπνος ο σύντομος μέχρι να έρθει το ξημέρωμα που θα επέστρεφε στην αγέλη για να λάβει μέρος στην καθημερινότητα των νόμων της φύσης και των ίδιων.
Κάποια μέρα όμορφη, αγκαλιασμένη από του ήλιου το φως.. Ο λύκος ο ακυβέρνητος βόλταρε μόνος του στο δάσος. Ήρεμος καθώς παρακολουθούσε την ζωή να κυλάει αρμονικά, άκουσε κλάματα μικρού παιδιού.. Έτρεξε προς την πηγή του κλάματος και κρύφτηκε πίσω από τις μεγάλες φυλλωσιές. Κοιτούσε από εκεί το μικρό αγόρι να σπαράζει στο κλάμα. Το περιεργαζόταν από μακριά και δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Να το πλησιάσει...? Κι αν ήταν κάποια παγίδα των ανθρώπων..? Μέσα στις σκέψεις του που ψάχνανε μια τελική απόφαση.. είδε το αγόρι να χάνει τις αισθήσεις του και να σωριάζεται στο χώμα. Οι νόμοι του το έλεγαν ξεκάθαρα... ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ !!!
Για τον λύκο όμως... ήταν ένα μικρό παιδί χαμένο και φοβισμένο στο δάσος. Σίγουρα αν το άφηνε εκεί μονάχο, δεν θα ζούσε περισσότερο από μια μέρα. Όλο και κάποιο άλλο αγρίμι θα το έβρισκε με όχι και τόσο καλές διαθέσεις... Ακόμη κι αν δεν γινόταν τροφή για κάποιο αγρίμι, σίγουρα δεν θα άντεχε στην πείνα και στο κρύο καθώς θα έπεφτε η νύχτα. Το παιδί δεν είχε καμιά ελπίδα.
Ο λύκος έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του και τις επιλογές του. Ο αρχηγός του θα αποδοκίμαζε την οποιαδήποτε βοήθεια προς το παιδί. Κανένα μέλος της αγέλης δεν θα πρόσφερε βοήθεια στο παιδί ακόμη κι αν το ήθελε. Το ένστικτο απέναντι στους ανθρώπους ήταν πάντα τρομακτικό. Όμως.. θυμήθηκε κάποιες ιστορίες που του έλεγε ο θείος του. Για την σωτηρία ενός μικρού κοριτσιού από τον ίδιο όταν ήταν νέος. Και πόσο μεγάλη και ζεστή φιλία είχαν δημιουργήσει οι δύο τους. Άρα ο άνθρωπος και ο λύκος θα μπορούσαν υπό καλές συνθήκες να είναι και φίλοι. Μπροστά του είχε ένα απροστάτευτο παιδί.. Πόσο κακό θα μπορούσε να του κάνει αν του πρόσφερε βοήθεια...? Οι σκέψεις του λύκου έφτασαν στο αποκορύφωμα τους...
Ο λύκος το αποφάσισε...
Πλησίασε αργά-αργά το αναίσθητο αγόρι. Πλησίασε την μύτη του στο πρόσωπο του να πάρει καλύτερα τις μυρωδιές του. Το αγόρι μισάνοιξε τα μάτια.. Ένας κρότος μέσα από έναν θάμνο τάραξε την φύση. Κι ο λύκος άψυχος στο χώμα πέφτει. Το αγόρι χοροπηδά και γελά κι ο κυνηγός μπαμπάς του το καμαρώνει... Έξυπνος ο μπαμπάς... Είχε ακούσει κάποτε από την μητέρα του ότι την είχε σώσει κάποτε ένας λύκος... Αν την έσωσαν εκείνη μια φορά γιατί να μην το κάνουν και με τον γιο του...? Και ορίστε η παγίδα... που θα φέρει λεφτά πολλά από την γούνα και το κρέας του ξεγελασμένου λύκου...
- Υπάρχουν άνθρωποι που θα τρέξουν να βοηθήσουν πριν έρθει η πρώτη σκέψη δισταγμού. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα πέσουν θύματα μιας παγίδας εκμετάλλευσης. Μπορεί να είναι υπερήφανοι, άγριοι στο πνεύμα και με καθαρή δυνατή ψυχή. Όμως αδύναμοι μπροστά στο αδύναμο. Θα απλώσουν το χέρι να βοηθήσουν αμέσως. Κι αυτό το χέρι, δεν θα σκεφτούν ποτέ.. αν είναι ταγμένο να τους ρίξει στον γκρεμό. Αυτό τι πάει να πει...? Πως πρέπει να προσέχουν περισσότερο...? Να περιμένουν να δουν αν το θύμα που ζητάει βοήθεια θα πέσει ή όχι...? Κάνουν αυτό που κάνουν με κάθε κόστος. Κι αυτή είναι η διαφορά τους ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους.