Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

- Συγνώμη, έκανα λάθος...

Είχε πάει 3 η ώρα το ξημέρωμα. Το σημείωμα που είχε αφήσει η νεαρή φοιτήτρια στην είσοδο της πολυκατοικίας για το σημερινό πάρτυ, είχε μισοσκιστεί!
Η μυστηριώδης, περίεργη γριά του ισογείου, άρχισε να βάζει της φωνές, με όση δύναμη της είχαν αφήσει τα 70 χρόνια που κουβαλάει.
Και τι δεν έχει ειπωθεί γι’αυτήν! Ότι ήταν σε ψυχιατρείο, ότι ο άντρας της την είχε παρατήσει κι από τότε δε μιλάει σε κανέναν, ότι δεν έχει φίλους, ότι έχει φάει τις γάτες της... Κι άλλα φρικιαστικά πράγματα Πάρα πολλές φορές την έχουν ακούσει από τα γύρω διαμερίσματα να μιλάει και να φωνάζει μόνη της. Είχε δημιουργήσει μια εικόνα κακιάς μάγισσας, που χτυπημένη από τη μοναξιά τόσα χρόνια ξεσπά σε όποιον βρει γύρω της. Ένας θηλυκός, ανήμπορος διάολος που προσπαθεί να κάνει όλους γύρω της να τη μισήσουν. Και τη μισούσαν.
Ήταν 3 η ώρα και η γριά είχε σηκώσει το τηλέφωνο να πάρει την αστυνομία βρίζοντας! Είχε την κατάλληλη αφορμή να πάρει το αίμα της πίσω από όλον τον κόσμο. Ήταν ξημερώματα, έκαναν φασαρία. Το δίκιο, απόλυτα με το μέρος της. Η αστυνομία θα ερχόταν και θα έκανε μήνυση στη φοιτήτρια που τολμά να περνά τόσο καλά, που κάνει αυτά που δεν έκανε αυτή σε όλη της τη ζωή.
Όμως τότε, με το ακουστικό στο χέρι, ήρθε στ’αυτιά της ένα τραγούδι, όχι από αυτά τα σατανικά που ακούν τα παιδιά σήμερα και της είχαν πάρει τ’αυτιά όλο το βράδυ. Αυτό ήταν κάπως διαφορετικό. Αυτό από κάτι της θύμιζε.
«Μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα...πουλί θα γίνω και θα’ρθω πάλι κοντά σε σένα». Μα ναι ήταν αυτό που της είχε αφιερώσει ο άντρας της, πριν από κοντά μισό αιώνα. Τότε που ο ήλιος έλαμπε στα μάτια και στην καρδιά τους, και η αγάπη έλουζε κάθε μέρα τα ξανθά της μαλλιά. Όταν ένοιωθε τη νιότη να καίει μέσα της. Και θυμήθηκε τη ζωή που άφησε πίσω, αυτή που φοβήθηκε να ζήσει. Είδε με τη ψυχής της τον εαυτό της να στέκεται εκεί, 3 τα χαράματα, με μίσος για τα τραγούδια, μίσος για τη ζωή.
Ξαφνικά ένα τεράστιο βάρος την πλάκωσε. Μα ταυτόχρονα ένιωθε την καρδιά της να πετά σαν πουλί πάνω από το μικρό διαμέρισμά της, πάνω από την ασήμαντη ζωή της, και να πηγαίνει στον τρίτο όροφο, στο πάρτυ και να τραγουδά με τα παιδιά, να αγκαλιάζεται με όλους και να γελά!
- Άμεση δράση παρακαλώ.
- ...
- Παρακαλώ μιλήστε
- Συγνώμη, έκανα λάθος...
Την επόμενη μέρα, κάπου στο μεσημέρι, το κουδούνι ξύπνησε τα παιδιά στον τρίτο όροφο. Η φοιτήτρια άνοιξε. Δε βρήκε κανέναν, παρά μόνο μια μεγάλη σακούλα γεμάτη ζεστές τυρόπιτες και κουτιά από γάλα. Και μέσα το σημείωμα που είχαν βάλει πριν το πάρτυ στην είσοδο της πολυκατοικίας, με γραμμένη από πίσω μια φράση, με ένα μπλέ ξεθωριασμένο στυλό: «Να δυναμώνετε τη μουσική κάπου κάπου, σας παρακαλώ»
Τα παιδά, ποτέ δεν κατάλαβαν ποιός το έγραψε. Αυτός που το έγραψε όμως, ξέρει..